- μεριζομένων
- μερίζωdividepres part mp fem gen plμερίζωdividepres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσάγκαλος — δυσάγκαλος, ον (Μ) 1. αυτός ο οποίος δύσκολα περιλαμβάνεται («δυοῑν δυσάγκαλον μεριζομένων ἄχθος», Κ. Μανασσής) 2. μτφ. ο μη ανεκτός, ανυπόφορος … Dictionary of Greek